δακτυλοδόχμη

δακτυλοδόχμη
δακτῠλο-δόχμη, ,
A four fingers' breadth, = παλαιστή, Poll.2.157.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δακτυλοδόχμη — δακτυλοδόχμη, η (Α) μέτρο πλάτους τεσσάρων δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + δόχμη ή δοχμή «σπιθαμή, παλάμη»] …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”